κυλινδροειδῆ

κυλινδροειδῆ
κυλινδροειδής
cylindrical
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
κυλινδροειδής
cylindrical
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
κυλινδροειδής
cylindrical
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κυλινδροειδής — ές (Α κυλινδροειδής, ές) αυτός που έχει κυλινδρικό σχήμα, αυτός που μοιάζει με κύλινδρο νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το κυλινδροειδές σωμάτιο στο ίζημα τών ούρων, που μοιάζει με υαλοειδή κύλινδρο, αποτελείται από βλέννα και παράγεται στις εκφορητικές… …   Dictionary of Greek

  • σμαράγδι — Πολύτιμος λίθος, ποικιλία της βηρύλλου (SiO4 · SiO2)3 Al2Be3. Έχει πράσινη ιδιάζουσα απόχρωση, επειδή υπάρχουν ίχνη oξείδιων του χρώμιου και του σίδηρου. Κρυσταλλώνεται στην ολοεδρία του εξαγωνικού συστήματος, σε μεγάλα εξαπλευρικά έως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”